- λαμπάζω
- λαμπάζω, poet. for λάμπω, Man.4.318.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαμπάζῃ — λαμπάζω pres subj mp 2nd sg λαμπάζω pres ind mp 2nd sg λαμπάζω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμπασμα — το [λαμπάζω] 1. προσβολή από στοιχειά, καθώς και η θόλωση τού νου που προέρχεται από αυτήν 2. στον πληθ. τα λαμπάσματα φαντάσματα, βρικόλακες … Dictionary of Greek
λαμπασίον — λαμπασίον, τὸ (Μ) φρενοβλάβεια, παραφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλ. τ. λαμπάσσω, λαμπάζω «φωτίζω, τρελαίνω»] … Dictionary of Greek